- ἀμβροτόπωλος
- ἀμβροτόπωλος, ον,A with immortal steeds,
Παλλάς E.Tr.536
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Παλλάς E.Tr.536
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμβροτόπωλος — ἀμβροτόπωλος, ον (Α) (ως επίθετο τής θεάς Αθηνάς) αυτός που έχει αμβρόσια, δηλαδή αθάνατα, θεϊκά άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβροτος + πῶλος] … Dictionary of Greek
ἀμβροτοπώλου — ἀμβροτόπωλος with immortal steeds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβροτος — ἄμβροτος, ον και ος, η, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος 2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός 3. εξαίσιος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός τού ουσ. θεός.… … Dictionary of Greek